- γνωσιθήρας
- ο любознательный человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γνωσιθήρας — ο αυτός που επιδιώκει την απόκτηση γνώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνώσις + θήρα «κυνήγι, επίμονη επιδίωξη». Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
γνωσιθηρία — η επιδίωξη να αποκτηθούν γνώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνωσιθήρας. Η λ. μαρτυρείται το 1878 από τον Στέφ. Κουμανούδη στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek